- πεπόταται
- πεπότᾱται , ποτάομαιfly hither and thitherperf ind mp 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιποτώμαι — ἐπιποτῶμαι, άομαι (Α) [ποτώμαι] 1. πετώ από πάνω, εκτείνομαι πάνω σε κάτι, απλώνομαι («τοῑον ἐπὶ κνέφας ἀνδρὶ μύσος πεπόταται», Αισχύλ.) 2. μετεωρίζομαι 3. επιπλέω, επιπολάζω … Dictionary of Greek